Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσύμβολος
ὑποσυμμιγής
ὑποσυμπαθέω
ὑποσυναλείφομαι
ὑποσυνάπτω
ὑποσύνθετος
ὑποσύνθημα
ὑποσυριγμός
ὑποσυρίζω
ὑποσυρμός
ὑποσύρω
ὑποσυστρέφω
ὑπόσυχνος
ὑπόσφαγμα
ὑποσφάξ
ὑποσφίγγω
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεσάριος
View word page
ὑποσύρω
to drag down

ShortDef

to drag down

Debugging

Headword:
ὑποσύρω
Headword (normalized):
ὑποσύρω
Headword (normalized/stripped):
υποσυρω
IDX:
92595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92596
Key:

Data

{'content': 'to drag down'}