Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσυλλέγω
ὑποσυμβαίνω
ὑποσύμβολος
ὑποσυμμιγής
ὑποσυμπαθέω
ὑποσυναλείφομαι
ὑποσυνάπτω
ὑποσύνθετος
ὑποσύνθημα
ὑποσυριγμός
ὑποσυρίζω
ὑποσυρμός
ὑποσύρω
ὑποσυστρέφω
ὑπόσυχνος
ὑπόσφαγμα
ὑποσφάξ
ὑποσφίγγω
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
View word page
ὑποσυρίζω
to whistle gently, rustle
ShortDef
to whistle gently, rustle
Debugging
Headword:
ὑποσυρίζω
Headword (normalized):
ὑποσυρίζω
Headword (normalized/stripped):
υποσυριζω
IDX:
92593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92594
Key:
Data
{'content': 'to whistle gently, rustle'}