Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσυλάω
ὑποσυλλέγω
ὑποσυμβαίνω
ὑποσύμβολος
ὑποσυμμιγής
ὑποσυμπαθέω
ὑποσυναλείφομαι
ὑποσυνάπτω
ὑποσύνθετος
ὑποσύνθημα
ὑποσυριγμός
ὑποσυρίζω
ὑποσυρμός
ὑποσύρω
ὑποσυστρέφω
ὑπόσυχνος
ὑπόσφαγμα
ὑποσφάξ
ὑποσφίγγω
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
View word page
ὑποσυριγμός
whistling
ShortDef
whistling
Debugging
Headword:
ὑποσυριγμός
Headword (normalized):
ὑποσυριγμός
Headword (normalized/stripped):
υποσυριγμος
IDX:
92592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92593
Key:
Data
{'content': 'whistling'}