Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσυγχέω
ὑποσυγχρίω
ὑποσύγχυτος
ὑποσυλάω
ὑποσυλλέγω
ὑποσυμβαίνω
ὑποσύμβολος
ὑποσυμμιγής
ὑποσυμπαθέω
ὑποσυναλείφομαι
ὑποσυνάπτω
ὑποσύνθετος
ὑποσύνθημα
ὑποσυριγμός
ὑποσυρίζω
ὑποσυρμός
ὑποσύρω
ὑποσυστρέφω
ὑπόσυχνος
ὑπόσφαγμα
ὑποσφάξ
View word page
ὑποσυνάπτω
combine
ShortDef
combine
Debugging
Headword:
ὑποσυνάπτω
Headword (normalized):
ὑποσυνάπτω
Headword (normalized/stripped):
υποσυναπτω
IDX:
92589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92590
Key:
Data
{'content': 'combine'}