Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντισυμβουλεύω
ἀντισυμμαχέομαι
ἀντισυμποσιάζω
ἀντισυναλείφω
ἀντισυναντάω
ἀντισυνάπτω
ἀντισυριγγιακός
ἀντισφαιρίζω
ἀντισφάττω
ἀντισφήν
ἀντισφίγγω
ἀντισφράγισμα
ἀντισχηματίζω
ἀντισχηματισμός
ἀντισχυρίζομαι
ἀντίσχυρος
ἀντισχύω
ἀντισῴζω
ἀντίσωσις
ἀντίταγμα
ἀντιτακτέον
View word page
ἀντισφίγγω
form an obstacle by tension

ShortDef

form an obstacle by tension

Debugging

Headword:
ἀντισφίγγω
Headword (normalized):
ἀντισφίγγω
Headword (normalized/stripped):
αντισφιγγω
IDX:
9258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9259
Key:

Data

{'content': 'form an obstacle by tension'}