Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσυγκόπτω
ὑποσυγχέω
ὑποσυγχρίω
ὑποσύγχυτος
ὑποσυλάω
ὑποσυλλέγω
ὑποσυμβαίνω
ὑποσύμβολος
ὑποσυμμιγής
ὑποσυμπαθέω
ὑποσυναλείφομαι
ὑποσυνάπτω
ὑποσύνθετος
ὑποσύνθημα
ὑποσυριγμός
ὑποσυρίζω
ὑποσυρμός
ὑποσύρω
ὑποσυστρέφω
ὑπόσυχνος
ὑπόσφαγμα
View word page
ὑποσυναλείφομαι
suffer a synaloephe

ShortDef

suffer a synaloephe

Debugging

Headword:
ὑποσυναλείφομαι
Headword (normalized):
ὑποσυναλείφομαι
Headword (normalized/stripped):
υποσυναλειφομαι
IDX:
92588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92589
Key:

Data

{'content': 'suffer a synaloephe'}