Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόστυλος
ὑποστύλωμα
ὑποστύφω
ὑπόστυψις
ὑποσύγγραφος
ὑποσυγκόπτω
ὑποσυγχέω
ὑποσυγχρίω
ὑποσύγχυτος
ὑποσυλάω
ὑποσυλλέγω
ὑποσυμβαίνω
ὑποσύμβολος
ὑποσυμμιγής
ὑποσυμπαθέω
ὑποσυναλείφομαι
ὑποσυνάπτω
ὑποσύνθετος
ὑποσύνθημα
ὑποσυριγμός
ὑποσυρίζω
View word page
ὑποσυλλέγω
collect gradually

ShortDef

collect gradually

Debugging

Headword:
ὑποσυλλέγω
Headword (normalized):
ὑποσυλλέγω
Headword (normalized/stripped):
υποσυλλεγω
IDX:
92583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92584
Key:

Data

{'content': 'collect gradually'}