Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστυλόομαι
ὑπόστυλος
ὑποστύλωμα
ὑποστύφω
ὑπόστυψις
ὑποσύγγραφος
ὑποσυγκόπτω
ὑποσυγχέω
ὑποσυγχρίω
ὑποσύγχυτος
ὑποσυλάω
ὑποσυλλέγω
ὑποσυμβαίνω
ὑποσύμβολος
ὑποσυμμιγής
ὑποσυμπαθέω
ὑποσυναλείφομαι
ὑποσυνάπτω
ὑποσύνθετος
ὑποσύνθημα
ὑποσυριγμός
View word page
ὑποσυλάω
take away secretly

ShortDef

take away secretly

Debugging

Headword:
ὑποσυλάω
Headword (normalized):
ὑποσυλάω
Headword (normalized/stripped):
υποσυλαω
IDX:
92582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92583
Key:

Data

{'content': 'take away secretly'}