Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποστυλισμός
ὑποστυλόομαι
ὑπόστυλος
ὑποστύλωμα
ὑποστύφω
ὑπόστυψις
ὑποσύγγραφος
ὑποσυγκόπτω
ὑποσυγχέω
ὑποσυγχρίω
ὑποσύγχυτος
ὑποσυλάω
ὑποσυλλέγω
ὑποσυμβαίνω
ὑποσύμβολος
ὑποσυμμιγής
ὑποσυμπαθέω
ὑποσυναλείφομαι
ὑποσυνάπτω
ὑποσύνθετος
ὑποσύνθημα
View word page
ὑποσύγχυτος
confused
ShortDef
confused
Debugging
Headword:
ὑποσύγχυτος
Headword (normalized):
ὑποσύγχυτος
Headword (normalized/stripped):
υποσυγχυτος
IDX:
92581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92582
Key:
Data
{'content': 'confused'}