Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστρωτέον
ὑποστύλιον
ὑποστυλισμός
ὑποστυλόομαι
ὑπόστυλος
ὑποστύλωμα
ὑποστύφω
ὑπόστυψις
ὑποσύγγραφος
ὑποσυγκόπτω
ὑποσυγχέω
ὑποσυγχρίω
ὑποσύγχυτος
ὑποσυλάω
ὑποσυλλέγω
ὑποσυμβαίνω
ὑποσύμβολος
ὑποσυμμιγής
ὑποσυμπαθέω
ὑποσυναλείφομαι
ὑποσυνάπτω
View word page
ὑποσυγχέω
to confuse a little

ShortDef

to confuse a little

Debugging

Headword:
ὑποσυγχέω
Headword (normalized):
ὑποσυγχέω
Headword (normalized/stripped):
υποσυγχεω
IDX:
92579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92580
Key:

Data

{'content': 'to confuse a little'}