Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόστρωσις
ὑποστρωτέον
ὑποστύλιον
ὑποστυλισμός
ὑποστυλόομαι
ὑπόστυλος
ὑποστύλωμα
ὑποστύφω
ὑπόστυψις
ὑποσύγγραφος
ὑποσυγκόπτω
ὑποσυγχέω
ὑποσυγχρίω
ὑποσύγχυτος
ὑποσυλάω
ὑποσυλλέγω
ὑποσυμβαίνω
ὑποσύμβολος
ὑποσυμμιγής
ὑποσυμπαθέω
ὑποσυναλείφομαι
View word page
ὑποσυγκόπτω
to be syncopated a little
ShortDef
to be syncopated a little
Debugging
Headword:
ὑποσυγκόπτω
Headword (normalized):
ὑποσυγκόπτω
Headword (normalized/stripped):
υποσυγκοπτω
IDX:
92578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92579
Key:
Data
{'content': 'to be syncopated a little'}