Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόστρωμα
ὑποστρώμνιος
ὑπόστρωσις
ὑποστρωτέον
ὑποστύλιον
ὑποστυλισμός
ὑποστυλόομαι
ὑπόστυλος
ὑποστύλωμα
ὑποστύφω
ὑπόστυψις
ὑποσύγγραφος
ὑποσυγκόπτω
ὑποσυγχέω
ὑποσυγχρίω
ὑποσύγχυτος
ὑποσυλάω
ὑποσυλλέγω
ὑποσυμβαίνω
ὑποσύμβολος
ὑποσυμμιγής
View word page
ὑπόστυψις
a making astringent

ShortDef

a making astringent

Debugging

Headword:
ὑπόστυψις
Headword (normalized):
ὑπόστυψις
Headword (normalized/stripped):
υποστυψις
IDX:
92576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92577
Key:

Data

{'content': 'a making astringent'}