Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόστρυφνος
ὑπόστρωμα
ὑποστρώμνιος
ὑπόστρωσις
ὑποστρωτέον
ὑποστύλιον
ὑποστυλισμός
ὑποστυλόομαι
ὑπόστυλος
ὑποστύλωμα
ὑποστύφω
ὑπόστυψις
ὑποσύγγραφος
ὑποσυγκόπτω
ὑποσυγχέω
ὑποσυγχρίω
ὑποσύγχυτος
ὑποσυλάω
ὑποσυλλέγω
ὑποσυμβαίνω
ὑποσύμβολος
View word page
ὑποστύφω
to be somewhat astringent

ShortDef

to be somewhat astringent

Debugging

Headword:
ὑποστύφω
Headword (normalized):
ὑποστύφω
Headword (normalized/stripped):
υποστυφω
IDX:
92575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92576
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat astringent'}