Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστροφάς
ὑποστροφή
ὑπόστροφος
ὑποστροφώδης
ὑπόστρυφνος
ὑπόστρωμα
ὑποστρώμνιος
ὑπόστρωσις
ὑποστρωτέον
ὑποστύλιον
ὑποστυλισμός
ὑποστυλόομαι
ὑπόστυλος
ὑποστύλωμα
ὑποστύφω
ὑπόστυψις
ὑποσύγγραφος
ὑποσυγκόπτω
ὑποσυγχέω
ὑποσυγχρίω
ὑποσύγχυτος
View word page
ὑποστυλισμός
propping up

ShortDef

propping up

Debugging

Headword:
ὑποστυλισμός
Headword (normalized):
ὑποστυλισμός
Headword (normalized/stripped):
υποστυλισμος
IDX:
92571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92572
Key:

Data

{'content': 'propping up'}