Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποστιγμή
ὑποστίζω
ὑποστικτέον
ὑποστίλβω
ὑποστιμμίζω
ὑπόστιφρος
ὑποστολή
ὑποστολίζω
ὑποστολικός
ὑποστόμια
ὑποστορέννυμι
ὑποστόρνυμι
ὑποστοχάζομαι
ὑποστραβαινίζω
ὑπόστραβος
ὑποστρατεύομαι
ὑποστρατεύω
ὑποστρατηγέω
ὑποστράτηγος
ὑποστρατοφύλαξ
ὑποστρεπτέον
View word page
ὑποστορέννυμι
to spread out, lay under (ὑποστόρνυμι)
ShortDef
to spread out, lay under (ὑποστόρνυμι)
Debugging
Headword:
ὑποστορέννυμι
Headword (normalized):
ὑποστορέννυμι
Headword (normalized/stripped):
υποστορεννυμι
IDX:
92547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92548
Key:
Data
{'content': 'to spread out, lay under (ὑποστόρνυμι)'}