Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστήριγμα
ὑποστηρίζω
ὑποστιγμή
ὑποστίζω
ὑποστικτέον
ὑποστίλβω
ὑποστιμμίζω
ὑπόστιφρος
ὑποστολή
ὑποστολίζω
ὑποστολικός
ὑποστόμια
ὑποστορέννυμι
ὑποστόρνυμι
ὑποστοχάζομαι
ὑποστραβαινίζω
ὑπόστραβος
ὑποστρατεύομαι
ὑποστρατεύω
ὑποστρατηγέω
ὑποστράτηγος
View word page
ὑποστολικός
underground

ShortDef

underground

Debugging

Headword:
ὑποστολικός
Headword (normalized):
ὑποστολικός
Headword (normalized/stripped):
υποστολικος
IDX:
92545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92546
Key:

Data

{'content': 'underground'}