Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόστημα
ὑποστήριγμα
ὑποστηρίζω
ὑποστιγμή
ὑποστίζω
ὑποστικτέον
ὑποστίλβω
ὑποστιμμίζω
ὑπόστιφρος
ὑποστολή
ὑποστολίζω
ὑποστολικός
ὑποστόμια
ὑποστορέννυμι
ὑποστόρνυμι
ὑποστοχάζομαι
ὑποστραβαινίζω
ὑπόστραβος
ὑποστρατεύομαι
ὑποστρατεύω
ὑποστρατηγέω
View word page
ὑποστολίζω
furl

ShortDef

furl

Debugging

Headword:
ὑποστολίζω
Headword (normalized):
ὑποστολίζω
Headword (normalized/stripped):
υποστολιζω
IDX:
92544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92545
Key:

Data

{'content': 'furl'}