Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποστένω
ὑποστερνίζομαι
ὑπόστερνος
ὑπόστημα
ὑποστήριγμα
ὑποστηρίζω
ὑποστιγμή
ὑποστίζω
ὑποστικτέον
ὑποστίλβω
ὑποστιμμίζω
ὑπόστιφρος
ὑποστολή
ὑποστολίζω
ὑποστολικός
ὑποστόμια
ὑποστορέννυμι
ὑποστόρνυμι
ὑποστοχάζομαι
ὑποστραβαινίζω
ὑπόστραβος
View word page
ὑποστιμμίζω
paint with
ShortDef
paint with
Debugging
Headword:
ὑποστιμμίζω
Headword (normalized):
ὑποστιμμίζω
Headword (normalized/stripped):
υποστιμμιζω
IDX:
92541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92542
Key:
Data
{'content': 'paint with'}