Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστεναχίζω
ὑπόστενος
ὑποστένω
ὑποστερνίζομαι
ὑπόστερνος
ὑπόστημα
ὑποστήριγμα
ὑποστηρίζω
ὑποστιγμή
ὑποστίζω
ὑποστικτέον
ὑποστίλβω
ὑποστιμμίζω
ὑπόστιφρος
ὑποστολή
ὑποστολίζω
ὑποστολικός
ὑποστόμια
ὑποστορέννυμι
ὑποστόρνυμι
ὑποστοχάζομαι
View word page
ὑποστικτέον
one must put a comma

ShortDef

one must put a comma

Debugging

Headword:
ὑποστικτέον
Headword (normalized):
ὑποστικτέον
Headword (normalized/stripped):
υποστικτεον
IDX:
92539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92540
Key:

Data

{'content': 'one must put a comma'}