Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστενάζω
ὑποστεναχίζω
ὑπόστενος
ὑποστένω
ὑποστερνίζομαι
ὑπόστερνος
ὑπόστημα
ὑποστήριγμα
ὑποστηρίζω
ὑποστιγμή
ὑποστίζω
ὑποστικτέον
ὑποστίλβω
ὑποστιμμίζω
ὑπόστιφρος
ὑποστολή
ὑποστολίζω
ὑποστολικός
ὑποστόμια
ὑποστορέννυμι
ὑποστόρνυμι
View word page
ὑποστίζω
make somewhat variegated

ShortDef

make somewhat variegated

Debugging

Headword:
ὑποστίζω
Headword (normalized):
ὑποστίζω
Headword (normalized/stripped):
υποστιζω
IDX:
92538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92539
Key:

Data

{'content': 'make somewhat variegated'}