Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποστέλλω
ὑποστενάζω
ὑποστεναχίζω
ὑπόστενος
ὑποστένω
ὑποστερνίζομαι
ὑπόστερνος
ὑπόστημα
ὑποστήριγμα
ὑποστηρίζω
ὑποστιγμή
ὑποστίζω
ὑποστικτέον
ὑποστίλβω
ὑποστιμμίζω
ὑπόστιφρος
ὑποστολή
ὑποστολίζω
ὑποστολικός
ὑποστόμια
ὑποστορέννυμι
View word page
ὑποστιγμή
comma
ShortDef
comma
Debugging
Headword:
ὑποστιγμή
Headword (normalized):
ὑποστιγμή
Headword (normalized/stripped):
υποστιγμη
IDX:
92537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92538
Key:
Data
{'content': 'comma'}