Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστείχω
ὑποστέλλω
ὑποστενάζω
ὑποστεναχίζω
ὑπόστενος
ὑποστένω
ὑποστερνίζομαι
ὑπόστερνος
ὑπόστημα
ὑποστήριγμα
ὑποστηρίζω
ὑποστιγμή
ὑποστίζω
ὑποστικτέον
ὑποστίλβω
ὑποστιμμίζω
ὑπόστιφρος
ὑποστολή
ὑποστολίζω
ὑποστολικός
ὑποστόμια
View word page
ὑποστηρίζω
to underprop, sustain

ShortDef

to underprop, sustain

Debugging

Headword:
ὑποστηρίζω
Headword (normalized):
ὑποστηρίζω
Headword (normalized/stripped):
υποστηριζω
IDX:
92536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92537
Key:

Data

{'content': 'to underprop, sustain'}