Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόστεγος
ὑποστέγω
ὑποστείχω
ὑποστέλλω
ὑποστενάζω
ὑποστεναχίζω
ὑπόστενος
ὑποστένω
ὑποστερνίζομαι
ὑπόστερνος
ὑπόστημα
ὑποστήριγμα
ὑποστηρίζω
ὑποστιγμή
ὑποστίζω
ὑποστικτέον
ὑποστίλβω
ὑποστιμμίζω
ὑπόστιφρος
ὑποστολή
ὑποστολίζω
View word page
ὑπόστημα
that which sinks to the bottom, sediment

ShortDef

that which sinks to the bottom, sediment

Debugging

Headword:
ὑπόστημα
Headword (normalized):
ὑπόστημα
Headword (normalized/stripped):
υποστημα
IDX:
92534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92535
Key:

Data

{'content': 'that which sinks to the bottom, sediment'}