Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστέγιον
ὑποστεγνόομαι
ὑπόστεγος
ὑποστέγω
ὑποστείχω
ὑποστέλλω
ὑποστενάζω
ὑποστεναχίζω
ὑπόστενος
ὑποστένω
ὑποστερνίζομαι
ὑπόστερνος
ὑπόστημα
ὑποστήριγμα
ὑποστηρίζω
ὑποστιγμή
ὑποστίζω
ὑποστικτέον
ὑποστίλβω
ὑποστιμμίζω
ὑπόστιφρος
View word page
ὑποστερνίζομαι
place under one's breast

ShortDef

place under one's breast

Debugging

Headword:
ὑποστερνίζομαι
Headword (normalized):
ὑποστερνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποστερνιζομαι
IDX:
92532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92533
Key:

Data

{'content': "place under one's breast"}