Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποστεγάζω
ὑποστεγή
ὑποστέγιον
ὑποστεγνόομαι
ὑπόστεγος
ὑποστέγω
ὑποστείχω
ὑποστέλλω
ὑποστενάζω
ὑποστεναχίζω
ὑπόστενος
ὑποστένω
ὑποστερνίζομαι
ὑπόστερνος
ὑπόστημα
ὑποστήριγμα
ὑποστηρίζω
ὑποστιγμή
ὑποστίζω
ὑποστικτέον
ὑποστίλβω
View word page
ὑπόστενος
somewhat narrow
ShortDef
somewhat narrow
Debugging
Headword:
ὑπόστενος
Headword (normalized):
ὑπόστενος
Headword (normalized/stripped):
υποστενος
IDX:
92530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92531
Key:
Data
{'content': 'somewhat narrow'}