Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποστατικός
ὑποστατός
ὑποστάτρια
ὑποσταχύομαι
ὑποστεγάζω
ὑποστεγή
ὑποστέγιον
ὑποστεγνόομαι
ὑπόστεγος
ὑποστέγω
ὑποστείχω
ὑποστέλλω
ὑποστενάζω
ὑποστεναχίζω
ὑπόστενος
ὑποστένω
ὑποστερνίζομαι
ὑπόστερνος
ὑπόστημα
ὑποστήριγμα
ὑποστηρίζω
View word page
ὑποστείχω
go under
ShortDef
go under
Debugging
Headword:
ὑποστείχω
Headword (normalized):
ὑποστείχω
Headword (normalized/stripped):
υποστειχω
IDX:
92526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92527
Key:
Data
{'content': 'go under'}