Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστατέον
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑποστατός
ὑποστάτρια
ὑποσταχύομαι
ὑποστεγάζω
ὑποστεγή
ὑποστέγιον
ὑποστεγνόομαι
ὑπόστεγος
ὑποστέγω
ὑποστείχω
ὑποστέλλω
ὑποστενάζω
ὑποστεναχίζω
ὑπόστενος
ὑποστένω
ὑποστερνίζομαι
ὑπόστερνος
ὑπόστημα
View word page
ὑπόστεγος
under the roof, in

ShortDef

under the roof, in

Debugging

Headword:
ὑπόστεγος
Headword (normalized):
ὑπόστεγος
Headword (normalized/stripped):
υποστεγος
IDX:
92524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92525
Key:

Data

{'content': 'under the roof, in'}