Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑποστατός
ὑποστάτρια
ὑποσταχύομαι
ὑποστεγάζω
ὑποστεγή
ὑποστέγιον
ὑποστεγνόομαι
ὑπόστεγος
ὑποστέγω
ὑποστείχω
ὑποστέλλω
ὑποστενάζω
View word page
ὑποστάτρια
an under-handmaid of a temple

ShortDef

an under-handmaid of a temple

Debugging

Headword:
ὑποστάτρια
Headword (normalized):
ὑποστάτρια
Headword (normalized/stripped):
υποστατρια
IDX:
92518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92519
Key:

Data

{'content': 'an under-handmaid of a temple'}