Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑποστατός
ὑποστάτρια
ὑποσταχύομαι
ὑποστεγάζω
ὑποστεγή
ὑποστέγιον
ὑποστεγνόομαι
ὑπόστεγος
ὑποστέγω
ὑποστείχω
ὑποστέλλω
View word page
ὑποστατός
to be borne
ShortDef
to be borne
Debugging
Headword:
ὑποστατός
Headword (normalized):
ὑποστατός
Headword (normalized/stripped):
υποστατος
IDX:
92517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92518
Key:
Data
{'content': 'to be borne'}