Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑποστατός
ὑποστάτρια
ὑποσταχύομαι
ὑποστεγάζω
ὑποστεγή
ὑποστέγιον
ὑποστεγνόομαι
ὑπόστεγος
ὑποστέγω
ὑποστείχω
View word page
ὑποστατικός
able to face, steadfast

ShortDef

able to face, steadfast

Debugging

Headword:
ὑποστατικός
Headword (normalized):
ὑποστατικός
Headword (normalized/stripped):
υποστατικος
IDX:
92516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92517
Key:

Data

{'content': 'able to face, steadfast'}