Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑποστατός
ὑποστάτρια
ὑποσταχύομαι
ὑποστεγάζω
ὑποστεγή
ὑποστέγιον
ὑποστεγνόομαι
ὑπόστεγος
ὑποστέγω
View word page
ὑποστάτης
that which stands under, a support, prop

ShortDef

that which stands under, a support, prop

Debugging

Headword:
ὑποστάτης
Headword (normalized):
ὑποστάτης
Headword (normalized/stripped):
υποστατης
IDX:
92515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92516
Key:

Data

{'content': 'that which stands under, a support, prop'}