Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
ὑποσπογγίζω
ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑποστατός
ὑποστάτρια
ὑποσταχύομαι
ὑποστεγάζω
ὑποστεγή
ὑποστέγιον
View word page
ὑπόσταλσις
drawing in, contraction

ShortDef

drawing in, contraction

Debugging

Headword:
ὑπόσταλσις
Headword (normalized):
ὑπόσταλσις
Headword (normalized/stripped):
υποσταλσις
IDX:
92512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92513
Key:

Data

{'content': 'drawing in, contraction'}