Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
ὑποσπογγίζω
ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑποστατός
ὑποστάτρια
ὑποσταχύομαι
ὑποστεγάζω
ὑποστεγή
View word page
ὑποστάθμιος
by weight

ShortDef

by weight

Debugging

Headword:
ὑποστάθμιος
Headword (normalized):
ὑποστάθμιος
Headword (normalized/stripped):
υποσταθμιος
IDX:
92511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92512
Key:

Data

{'content': 'by weight'}