Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσπείρω
ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
ὑποσπογγίζω
ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑποστατός
ὑποστάτρια
ὑποσταχύομαι
ὑποστεγάζω
View word page
ὑποστάθμη
sediment

ShortDef

sediment

Debugging

Headword:
ὑποστάθμη
Headword (normalized):
ὑποστάθμη
Headword (normalized/stripped):
υποσταθμη
IDX:
92510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92511
Key:

Data

{'content': 'sediment'}