Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόσπειρον
ὑποσπείρω
ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
ὑποσπογγίζω
ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑποστατός
ὑποστάτρια
ὑποσταχύομαι
View word page
ὑποστάζω
drop slowly

ShortDef

drop slowly

Debugging

Headword:
ὑποστάζω
Headword (normalized):
ὑποστάζω
Headword (normalized/stripped):
υποσταζω
IDX:
92509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92510
Key:

Data

{'content': 'drop slowly'}