Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσπείριον
ὑπόσπειρον
ὑποσπείρω
ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
ὑποσπογγίζω
ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑποστατός
ὑποστάτρια
View word page
ὑποσπονδοφόρος
priest
ShortDef
priest
Debugging
Headword:
ὑποσπονδοφόρος
Headword (normalized):
ὑποσπονδοφόρος
Headword (normalized/stripped):
υποσπονδοφορος
IDX:
92508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92509
Key:
Data
{'content': 'priest'}