Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόσπειρα
ὑποσπείριον
ὑπόσπειρον
ὑποσπείρω
ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
ὑποσπογγίζω
ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑποστατός
View word page
ὑπόσπονδος
under a treaty, bound

ShortDef

under a treaty, bound

Debugging

Headword:
ὑπόσπονδος
Headword (normalized):
ὑπόσπονδος
Headword (normalized/stripped):
υποσπονδος
IDX:
92507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92508
Key:

Data

{'content': 'under a treaty, bound'}