Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσπάω
ὑπόσπειρα
ὑποσπείριον
ὑπόσπειρον
ὑποσπείρω
ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
ὑποσπογγίζω
ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
ὑποστατικός
View word page
ὑποσπονδορχηστής
priest

ShortDef

priest

Debugging

Headword:
ὑποσπονδορχηστής
Headword (normalized):
ὑποσπονδορχηστής
Headword (normalized/stripped):
υποσπονδορχηστης
IDX:
92506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92507
Key:

Data

{'content': 'priest'}