Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόσπαστος
ὑποσπάω
ὑπόσπειρα
ὑποσπείριον
ὑπόσπειρον
ὑποσπείρω
ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
ὑποσπογγίζω
ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
ὑποστατέον
ὑποστάτης
View word page
ὑποσποδίζω
to be or become somewhat ash-colored

ShortDef

to be or become somewhat ash-colored

Debugging

Headword:
ὑποσποδίζω
Headword (normalized):
ὑποσποδίζω
Headword (normalized/stripped):
υποσποδιζω
IDX:
92505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92506
Key:

Data

{'content': 'to be or become somewhat ash-colored'}