Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσπασμός
ὑποσπαστέον
ὑπόσπαστος
ὑποσπάω
ὑπόσπειρα
ὑποσπείριον
ὑπόσπειρον
ὑποσπείρω
ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
ὑποσπογγίζω
ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
ὑπόστασις
View word page
ὑπόσπληνος
suffering in the spleen

ShortDef

suffering in the spleen

Debugging

Headword:
ὑπόσπληνος
Headword (normalized):
ὑπόσπληνος
Headword (normalized/stripped):
υποσπληνος
IDX:
92503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92504
Key:

Data

{'content': 'suffering in the spleen'}