Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσπανίζομαι
ὑποσπασμός
ὑποσπαστέον
ὑπόσπαστος
ὑποσπάω
ὑπόσπειρα
ὑποσπείριον
ὑπόσπειρον
ὑποσπείρω
ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
ὑποσπογγίζω
ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
ὑποστάθμιος
ὑπόσταλσις
View word page
ὑποσπληνίζομαι
have a plaster

ShortDef

have a plaster

Debugging

Headword:
ὑποσπληνίζομαι
Headword (normalized):
ὑποσπληνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποσπληνιζομαι
IDX:
92502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92503
Key:

Data

{'content': 'have a plaster'}