Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσπαθιστήρ
ὑποσπαίρω
ὑποσπανίζομαι
ὑποσπασμός
ὑποσπαστέον
ὑπόσπαστος
ὑποσπάω
ὑπόσπειρα
ὑποσπείριον
ὑπόσπειρον
ὑποσπείρω
ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
ὑποσπογγίζω
ὑποσποδίζω
ὑποσπονδορχηστής
ὑπόσπονδος
ὑποσπονδοφόρος
ὑποστάζω
ὑποστάθμη
View word page
ὑποσπείρω
to sow secretly

ShortDef

to sow secretly

Debugging

Headword:
ὑποσπείρω
Headword (normalized):
ὑποσπείρω
Headword (normalized/stripped):
υποσπειρω
IDX:
92500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92501
Key:

Data

{'content': 'to sow secretly'}