Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόσομφος
ὑποσορικόν
ὑποσόριον
ὑπόσοφος
ὑποσπαδίας
ὑποσπαθίζομαι
ὑποσπαθισμός
ὑποσπαθιστήρ
ὑποσπαίρω
ὑποσπανίζομαι
ὑποσπασμός
ὑποσπαστέον
ὑπόσπαστος
ὑποσπάω
ὑπόσπειρα
ὑποσπείριον
ὑπόσπειρον
ὑποσπείρω
ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
ὑπόσπληνος
View word page
ὑποσπασμός
drawing secretly away

ShortDef

drawing secretly away

Debugging

Headword:
ὑποσπασμός
Headword (normalized):
ὑποσπασμός
Headword (normalized/stripped):
υποσπασμος
IDX:
92493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92494
Key:

Data

{'content': 'drawing secretly away'}