Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσόλοικος
ὑπόσομφος
ὑποσορικόν
ὑποσόριον
ὑπόσοφος
ὑποσπαδίας
ὑποσπαθίζομαι
ὑποσπαθισμός
ὑποσπαθιστήρ
ὑποσπαίρω
ὑποσπανίζομαι
ὑποσπασμός
ὑποσπαστέον
ὑπόσπαστος
ὑποσπάω
ὑπόσπειρα
ὑποσπείριον
ὑπόσπειρον
ὑποσπείρω
ὑπόσπιλος
ὑποσπληνίζομαι
View word page
ὑποσπανίζομαι
to be scant

ShortDef

to be scant

Debugging

Headword:
ὑποσπανίζομαι
Headword (normalized):
ὑποσπανίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποσπανιζομαι
IDX:
92492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92493
Key:

Data

{'content': 'to be scant'}