Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὕποσμος
ὑποσμύχω
ὑποσοβέω
ὑποσόλοικος
ὑπόσομφος
ὑποσορικόν
ὑποσόριον
ὑπόσοφος
ὑποσπαδίας
ὑποσπαθίζομαι
ὑποσπαθισμός
ὑποσπαθιστήρ
ὑποσπαίρω
ὑποσπανίζομαι
ὑποσπασμός
ὑποσπαστέον
ὑπόσπαστος
ὑποσπάω
ὑπόσπειρα
ὑποσπείριον
ὑπόσπειρον
View word page
ὑποσπαθισμός
an operation
ShortDef
an operation
Debugging
Headword:
ὑποσπαθισμός
Headword (normalized):
ὑποσπαθισμός
Headword (normalized/stripped):
υποσπαθισμος
IDX:
92489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92490
Key:
Data
{'content': 'an operation'}