Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσμήχω
ὕποσμος
ὑποσμύχω
ὑποσοβέω
ὑποσόλοικος
ὑπόσομφος
ὑποσορικόν
ὑποσόριον
ὑπόσοφος
ὑποσπαδίας
ὑποσπαθίζομαι
ὑποσπαθισμός
ὑποσπαθιστήρ
ὑποσπαίρω
ὑποσπανίζομαι
ὑποσπασμός
ὑποσπαστέον
ὑπόσπαστος
ὑποσπάω
ὑπόσπειρα
ὑποσπείριον
View word page
ὑποσπαθίζομαι
undergo an operation on the skull

ShortDef

undergo an operation on the skull

Debugging

Headword:
ὑποσπαθίζομαι
Headword (normalized):
ὑποσπαθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποσπαθιζομαι
IDX:
92488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92489
Key:

Data

{'content': 'undergo an operation on the skull'}