Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσμαραγέω
ὑποσμήχω
ὕποσμος
ὑποσμύχω
ὑποσοβέω
ὑποσόλοικος
ὑπόσομφος
ὑποσορικόν
ὑποσόριον
ὑπόσοφος
ὑποσπαδίας
ὑποσπαθίζομαι
ὑποσπαθισμός
ὑποσπαθιστήρ
ὑποσπαίρω
ὑποσπανίζομαι
ὑποσπασμός
ὑποσπαστέον
ὑπόσπαστος
ὑποσπάω
ὑπόσπειρα
View word page
ὑποσπαδίας
one who has the orifice of the urethra too low
ShortDef
one who has the orifice of the urethra too low
Debugging
Headword:
ὑποσπαδίας
Headword (normalized):
ὑποσπαδίας
Headword (normalized/stripped):
υποσπαδιας
IDX:
92487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92488
Key:
Data
{'content': 'one who has the orifice of the urethra too low'}