Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσκώπτω
ὑποσμαραγέω
ὑποσμήχω
ὕποσμος
ὑποσμύχω
ὑποσοβέω
ὑποσόλοικος
ὑπόσομφος
ὑποσορικόν
ὑποσόριον
ὑπόσοφος
ὑποσπαδίας
ὑποσπαθίζομαι
ὑποσπαθισμός
ὑποσπαθιστήρ
ὑποσπαίρω
ὑποσπανίζομαι
ὑποσπασμός
ὑποσπαστέον
ὑπόσπαστος
ὑποσπάω
View word page
ὑπόσοφος
sub-scientific

ShortDef

sub-scientific

Debugging

Headword:
ὑπόσοφος
Headword (normalized):
ὑπόσοφος
Headword (normalized/stripped):
υποσοφος
IDX:
92486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92487
Key:

Data

{'content': 'sub-scientific'}