Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσκύφιος
ὑποσκυφισμός
ὑποσκώπτω
ὑποσμαραγέω
ὑποσμήχω
ὕποσμος
ὑποσμύχω
ὑποσοβέω
ὑποσόλοικος
ὑπόσομφος
ὑποσορικόν
ὑποσόριον
ὑπόσοφος
ὑποσπαδίας
ὑποσπαθίζομαι
ὑποσπαθισμός
ὑποσπαθιστήρ
ὑποσπαίρω
ὑποσπανίζομαι
ὑποσπασμός
ὑποσπαστέον
View word page
ὑποσορικόν
lower part of a tomb

ShortDef

lower part of a tomb

Debugging

Headword:
ὑποσορικόν
Headword (normalized):
ὑποσορικόν
Headword (normalized/stripped):
υποσορικον
IDX:
92484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92485
Key:

Data

{'content': 'lower part of a tomb'}