Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσκότεινος
ὑποσκότιος
ὑποσκύφιος
ὑποσκυφισμός
ὑποσκώπτω
ὑποσμαραγέω
ὑποσμήχω
ὕποσμος
ὑποσμύχω
ὑποσοβέω
ὑποσόλοικος
ὑπόσομφος
ὑποσορικόν
ὑποσόριον
ὑπόσοφος
ὑποσπαδίας
ὑποσπαθίζομαι
ὑποσπαθισμός
ὑποσπαθιστήρ
ὑποσπαίρω
ὑποσπανίζομαι
View word page
ὑποσόλοικος
guilty of a slight solecism
ShortDef
guilty of a slight solecism
Debugging
Headword:
ὑποσόλοικος
Headword (normalized):
ὑποσόλοικος
Headword (normalized/stripped):
υποσολοικος
IDX:
92482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92483
Key:
Data
{'content': 'guilty of a slight solecism'}